ὕφαν'

ὕφαν'
ὕ̱φᾱνα , ὑφαίνω
weave
aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)
ὕ̱φᾱνε , ὑφαίνω
weave
aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
ὕφᾱναι , ὑφαίνω
weave
aor imperat mid 2nd sg (epic doric aeolic)
ὕφᾱνα , ὑφαίνω
weave
aor ind act 1st sg (epic doric aeolic)
ὕφᾱνε , ὑφαίνω
weave
aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λείαντρο — το λίμα, με χοντρά δόντια διαμορφωμένα στην επιφάνειά της, η οποία χρησιμοποιείται για τη λείανση ξύλινων ή μαλακών μεταλλικών τεμαχίων, κν. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειαίνω + κατάλ. τρο (πρβλ. σήμαν τρο, ύφαν τρο)] …   Dictionary of Greek

  • περιρράπτρια — ή, Α 1. τίτλος ιέρειας στον Πειραιά 2. γυναίκα που έραβε ή κεντούσε κάτι γύρω γύρω σε ένα φόρεμα ή κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιρράπτω + επίθημα τρια (πρβλ. υφάν τρια)] …   Dictionary of Greek

  • πλύτρα — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, του νομού Λακωνίας. Η παραλία στην περιοχή των Πλύτρων Λακωνίας. * * * ἡ, Α 1. τόπος ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα τρα (πρβλ. υφάν… …   Dictionary of Greek

  • σημάντρια — και δωρ. τ. σαμάντρια, ἡ, Α 1. (ως θηλ. τού σημαντήρ), αυτή που οδηγεί 2. ως επίθ. αυτή που σημαίνει, που δίνει σήμα («σαμάντριαν πυρὸς ἰωάν», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω / σαμαίνω + επίθημα τρια τών θηλ. (πρβλ. υφάν τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”